αναπτερωτικός

αναπτερωτικός
η , ό[ν] окрыляющий, воодушевляющий, ободряющий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αναπτερωτικός" в других словарях:

  • αναπτερωτικός — ή, ό ο ικανός να αναπτερώσει, να προκαλέσει ενθουσιασμό, εμψυχωτικός, ενθουσιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Πίθηκμαν (ψευδώνυμο τού αρχαιολόγου και ζωγράφου Αλέξανδρου Φιλαδελφέα) στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ζωογονητικός — ή, ό (Α ζωογονητικός, ή, όν) [ζωογονώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογόνηση, ζωογόνος, αναζωογονητικός, τονωτικός, εμψυχωτικός, αναπτερωτικός. Επιρρ. ζωογονητικώς με τρόπο ζωογόνο, με ζωογόνηση, εμψυχωτικά, αναπτερωτικά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»